παμφαλώ

παμφαλώ
παμφαλῶ, -άω (Α)
1. βλέπω κατάπληκτος, γεμάτος φόβο
2. (η παθ. μτχ. ενεστ.) παμφαλώμενος
περιβλεπόμενος πανταχόθεν (Σχόλ. στον Λυκόφρ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) «μετὰ πτοιήσεως καὶ ἐνθουσιασμοῡ ἐπιβλέπειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ενεστ. τ. σε -άω με επιτατικό διπλασιασμό από αμάρτυρο *φαλφαλάω (< φαλός + λευκός [Ησύχ.], πρβλ. φαλακρός) σχηματισμένο πιθ. κατ' επίδραση τών παν-* (πρβλ. παμφαίνω), αφού η αναμενόμενη ανομοίωση θα ήταν παι- (πρβλ. παιπάλλω). Για τη σημασιολογική συνάφεια μεταξύ τών παμφαλώ και φαλός πρβλ. λευκός και λεύσσω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παμφαλῶ — παμφαλάω gaze in astonishment pres imperat mp 2nd sg παμφαλάω gaze in astonishment pres subj act 1st sg (attic epic ionic) παμφαλάω gaze in astonishment pres ind act 1st sg (attic epic ionic) παμφαλάω gaze in astonishment pres subj act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιπαμφαλώ — ἐπιπαμφαλῶ, άω (Α) [παμφαλώ] κοιτάζω από πάνω, ρίχνω βλέμματα πάνω σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • παμφαλύζω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τρέμω». [ΕΤΥΜΟΛ. < παμφαλῶ (πρβλ. βαμβαίνω: βαμβαλύζω)] …   Dictionary of Greek

  • παπταλώμαι — άομαι, Α παπταίνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαρτυρείται στη μτχ. παπταλώμενος < παπταίνω, κατ επίδραση τού παμφαλώμενος, μτχ. τού παμφαλῶ «βλέπω κατάπληκτος, θαυμάζω»] …   Dictionary of Greek

  • φάλαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὅρα, σκόπει». [ΕΤΥΜΟΛ. Προστ. ενός ρ. *φαλάω, ῶ το οποίο δεν απαντά σε άλλους τ. σχηματισμένου από το επιθ. φαλός* «λευκός» μέσω ενός θηλ. ουσ. φαλᾶ «λευκότητα, λάμψη» (βλ. και λ. φάλαρος). Για τη σημ. τού τ. βλ. και λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”